- ορεστιάς
- Πόλη στη χώρα των Οδρυσών της Θράκης, που ονομαζόταν παλαιότερα Ουσκουδάμα και ονομάστηκε Ορέστεια ή Ορεστειάς επειδή είχε καταφύγει εκεί ο Ορέστης μετά τον φόνο της μητέρας του. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ορέστης, όταν οι Ερινύες τον κατεδίωκαν για τον φόνο της μητέρας του, πήρε από τον Απόλλωνα ένα χρησμό που του έλεγε ότι έπρεπε να χτίσει μια πόλη εκεί όπου ενώνονταν τρεις ποταμοί, για να μπορέσει έτσι να εξευμενίσει τις Ερινύες. Πραγματικά, ο Ορέστης έχτισε την πόλη Ο. στη συμβολή των ποταμών Έβρου, Τόνσου και Άρδα.
* * *ὀρεστιάς, -άδος, ἡ (Α)αυτή που ανήκει στα όρη («νύμφαι ὀρεστιάδες» — οι Ορειάδες, δηλ. οι Νύμφες που κατοικούσαν στα όρη και τά προστάτευαν, Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρέστης «αυτός που διαμένει στα όρη» + κατάλ. -άς, -άδος. Ο τ. ὀρεστ-ι-άς για μετρικούς λόγους, αντί τού ανεμενόμενου *ὀρεστάς].
Dictionary of Greek. 2013.